μαγνητοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαγνητοσκόπηση | οι | μαγνητοσκοπήσεις |
| γενική | της | μαγνητοσκόπησης* | των | μαγνητοσκοπήσεων |
| αιτιατική | τη | μαγνητοσκόπηση | τις | μαγνητοσκοπήσεις |
| κλητική | μαγνητοσκόπηση | μαγνητοσκοπήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μαγνητοσκοπήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.
Ετυμολογία
- μαγνητοσκόπηση < μαγνήτης + σκόπησις για να αποδοθεί τότε στην καθαρεύουσα η γαλλική λέξη magnétoscope (η συσκευή) που με τη σειρά της ειχε συντεθεί από το αρχ. ελληνικό Μαγνῆτις και σκοπέω-σκοπῶ
Ουσιαστικό
μαγνητοσκόπηση θηλυκό
- η καταγραφή εικόνας και ήχου σε μαγνητική ταινία, σήμερα η βιντεοσκόπηση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μαγνητοσκόπηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.