μαγνητόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαγνητόμετρο τα μαγνητόμετρα
      γενική του μαγνητομέτρου
& μαγνητόμετρου
των μαγνητομέτρων
    αιτιατική το μαγνητόμετρο τα μαγνητόμετρα
     κλητική μαγνητόμετρο μαγνητόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγνητόμετρο < (μαγνητ)ισμός + -μετρο

Ουσιαστικό

μαγνητόμετρο ουδέτερο

  • συσκευή που μετρά μαγνητικά πεδία και τις αποκλίσεις τους, τυχόν μαγνητικές ανωμαλίες, και μπορεί π.χ. να ανιχνεύουν σιδερένια αντικείμενα, στη θάλασσα υποβρύχια, να ανιχνεύουν στην ξηρα και στη θάλασσα αρχαιολογικούς θησαυρούς αλλά και να ενσωματώνεται σε κινητά τηλέφωνα σαν πυξίδες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.