απομαγνητίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απομαγνητίζω < απο- + μαγνητίζω (λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική démagnétiser < (ελληνιστική κοινή) Μαγνήτης (λίθος) < αρχαία ελληνική Μαγνῆτις (λίθος) < Μαγνησία < Μάγνης
Ρήμα
απομαγνητίζω (παθητική φωνή: απομαγνητίζομαι)
- (φυσική) αφαιρώ την ιδιότητα του μαγνητισμού από κάποιο σώμα ή αντικείμενο
Αντώνυμα
Συγγενικά
- απομαγνήτιση
- απομαγνητισμένος
- απομαγνητισμός
- → δείτε τις λέξεις από και μαγνήτης
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απομαγνητίζω | απομαγνήτιζα | θα απομαγνητίζω | να απομαγνητίζω | απομαγνητίζοντας | |
| β' ενικ. | απομαγνητίζεις | απομαγνήτιζες | θα απομαγνητίζεις | να απομαγνητίζεις | απομαγνήτιζε | |
| γ' ενικ. | απομαγνητίζει | απομαγνήτιζε | θα απομαγνητίζει | να απομαγνητίζει | ||
| α' πληθ. | απομαγνητίζουμε | απομαγνητίζαμε | θα απομαγνητίζουμε | να απομαγνητίζουμε | ||
| β' πληθ. | απομαγνητίζετε | απομαγνητίζατε | θα απομαγνητίζετε | να απομαγνητίζετε | απομαγνητίζετε | |
| γ' πληθ. | απομαγνητίζουν(ε) | απομαγνήτιζαν απομαγνητίζαν(ε) |
θα απομαγνητίζουν(ε) | να απομαγνητίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απομαγνήτισα | θα απομαγνητίσω | να απομαγνητίσω | απομαγνητίσει | ||
| β' ενικ. | απομαγνήτισες | θα απομαγνητίσεις | να απομαγνητίσεις | απομαγνήτισε | ||
| γ' ενικ. | απομαγνήτισε | θα απομαγνητίσει | να απομαγνητίσει | |||
| α' πληθ. | απομαγνητίσαμε | θα απομαγνητίσουμε | να απομαγνητίσουμε | |||
| β' πληθ. | απομαγνητίσατε | θα απομαγνητίσετε | να απομαγνητίσετε | απομαγνητίστε | ||
| γ' πληθ. | απομαγνήτισαν απομαγνητίσαν(ε) |
θα απομαγνητίσουν(ε) | να απομαγνητίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απομαγνητίσει | είχα απομαγνητίσει | θα έχω απομαγνητίσει | να έχω απομαγνητίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απομαγνητίσει | είχες απομαγνητίσει | θα έχεις απομαγνητίσει | να έχεις απομαγνητίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απομαγνητίσει | είχε απομαγνητίσει | θα έχει απομαγνητίσει | να έχει απομαγνητίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απομαγνητίσει | είχαμε απομαγνητίσει | θα έχουμε απομαγνητίσει | να έχουμε απομαγνητίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απομαγνητίσει | είχατε απομαγνητίσει | θα έχετε απομαγνητίσει | να έχετε απομαγνητίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απομαγνητίσει | είχαν απομαγνητίσει | θα έχουν απομαγνητίσει | να έχουν απομαγνητίσει |
| |
Μεταφράσεις
απομαγνητίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.