μήκων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μήκων | οι | μήκωνες |
| γενική | της | μήκωνος | των | μηκώνων |
| αιτιατική | τη | μήκωνα | τις | μήκωνες |
| κλητική | μήκων | μήκωνες | ||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μήκων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μήκων (θηλυκό ή και αρσενικό)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmi.kon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μή‐κων
Ουσιαστικό
μήκων θηλυκό
- (λόγιο, φυτό) η παπαρούνα Μήκων η υπνοφόρος (Papaver somniferum) απ' όπου παράγεται το όπιο
Συγγενικά
Πηγές
- μήκων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μήκων - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μήκων | οἱ/αἱ | μήκωνες |
| γενική | τοῦ/τῆς | μήκωνος | τῶν | μηκώνων |
| δοτική | τῷ/τῇ | μήκωνῐ | τοῖς/ταῖς | μήκωσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μήκωνᾰ | τοὺς/τὰς | μήκωνᾰς |
| κλητική ὦ! | μήκων | μήκωνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μήκωνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μηκώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μήκων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₂k-n-[1]
Ουσιαστικό
μήκων θηλυκό (& αρσενικό)
- (φυτό) μήκων
- (φυτό) παπαρούνα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 306 (306-308)
- μήκων δ᾽ ὡς ἑτέρωσε κάρη βάλεν, ἥ τ᾽ ἐνὶ κήπῳ, | καρπῷ βριθομένη νοτίῃσί τε εἰαρινῇσιν, | ὣς ἑτέρωσ᾽ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν.,
- Και ως παπαρούνα φουντωτή που απ᾽ του καρπού το βάρος | και απ᾽ ανοιξιάτικες δροσιές την κεφαλήν της γέρνει, | την κεφαλήν έγειρε αυτός του κράνους απ᾽ το βάρος.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- μήκων δ᾽ ὡς ἑτέρωσε κάρη βάλεν, ἥ τ᾽ ἐνὶ κήπῳ, | καρπῷ βριθομένη νοτίῃσί τε εἰαρινῇσιν, | ὣς ἑτέρωσ᾽ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν.,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 306 (306-308)
- (φυτό) γαλατσίδα
- σπόρος παπαρούνας
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 26.8
- ἐσένεον δὲ καὶ κατὰ τὸν λιμένα κολυμβηταὶ ὕφυδροι, καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην καὶ λίνου σπέρμα κεκομμένον· ὧν τὸ πρῶτον λανθανόντων φυλακαὶ ὕστερον ἐγένοντο.
- Από το λιμάνι πήγαιναν στο νησί δύτες κολυμπώντας κάτω από το νερό, σέρνοντας πίσω τους, δεμένα με σκοινί, ασκιά γεμάτα σπόρο παπαρούνας ανακατεμένο με μέλι ή κοπανισμένο λιναρόσπορο. Στην αρχή οι δύτες περνούσαν απαρατήρητοι, αλλά αργότερα οι Αθηναίοι πήραν τα μέτρα τους..
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἐσένεον δὲ καὶ κατὰ τὸν λιμένα κολυμβηταὶ ὕφυδροι, καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην καὶ λίνου σπέρμα κεκομμένον· ὧν τὸ πρῶτον λανθανόντων φυλακαὶ ὕστερον ἐγένοντο.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 26.8
- κεφάλι παπαρούνας
- (αρχιτεκτονική) διακοσμητικό στοιχείο που μοιάζει με κεφάλι παπαρούνας
- (ζωολογία) κύστη σουπιάς στην οποία βρίσκεται το μελάνι της
- (ζωολογία) περιττώματα οστρακοειδών
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 4, 5.22 @scaife.perseus
- ὅλως δὲ τοῦτο καὶ περὶ τἶλλα συμβέβηκε τὰ ὀστρακόδερμα· καὶ γὰρ αἱ σάρκες οὐχ ὁμοίως ἐδώδιμοι πάντων, καὶ τὸ περίττωμα, ἡ καλουμένη μήκων, ἐνίων μὲν ἐδώδιμμος ἐνίων δʼ οὐκ ἐδώιμος.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 4, 5.22 @scaife.perseus
- δωρικός τύπος : μᾱ́κων
Συγγενικά
- μηκωνάριον
- μηκωνάριος
- μηκώνειον
- μηκώνειος
- Μηκώνη
- μηκωνικός
- μηκώνιον
- μηκωνίς
- μηκωνίτης
- μηκωνῖτις
- μηκωνοειδής
- μηκωνοφόρος
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- μήκων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μήκων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.