υπνοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- υπνοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπνοφόρος < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική somnifère [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.pnoˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πνο‐φό‐ρος
Επίθετο
υπνοφόρος, -ος, -ο
- που φέρνει ύπνο
- ο Γιάννης αναγκάζεται να παίρνει υπνοφόρα χάπια για να κοιμηθεί
Μεταφράσεις
Αναφορές
- υπνοφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.