μελάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μελάνι | τα | μελάνια |
| γενική | του | μελανιού | των | μελανιών |
| αιτιατική | το | μελάνι | τα | μελάνια |
| κλητική | μελάνι | μελάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελάνι < ελληνιστική μελάνιον < αρχαία ελληνική μέλας
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈla.ni/
Ουσιαστικό
μελάνι ουδέτερο
Ταυτόσημο
Εκφράσεις
- ρίχνω / αφήνω μελάνι πίσω μου : δυσκολεύω τους άλλους να αντιληφθούν τις κινήσεις μου
- σε γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι : αδιαφορώ, ευφημισμός της φράσης: σε γράφω στ' αρχίδια μου
- χύνεται πολύ μελάνι
Σύνθετα
Μεταφράσεις
μελάνι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.