μελάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μελάνι τα μελάνια
      γενική του μελανιού των μελανιών
    αιτιατική το μελάνι τα μελάνια
     κλητική μελάνι μελάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μελάνι < ελληνιστική μελάνιον < αρχαία ελληνική μέλας

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈla.ni/

Ουσιαστικό

μελάνι ουδέτερο

  1. υγρή ουσία με βαθύ σκούρο χρώμα, η οποία χρησιμοποιείται για τη γραφή
  2. (συνεκδοχικά) ο γραπτός λόγος, ό,τι έχει γραφτεί
  3. (βιολογία) πυκνό σκουρόχρωμο υγρό που εκκρίνουν η σουπιά, το χταπόδι και το καλαμάρι, προκειμένου να αντιμετωπίσουν εχθρούς

Ταυτόσημο

Εκφράσεις

  • ρίχνω / αφήνω μελάνι πίσω μου : δυσκολεύω τους άλλους να αντιληφθούν τις κινήσεις μου
  • σε γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι : αδιαφορώ, ευφημισμός της φράσης: σε γράφω στ' αρχίδια μου
  • χύνεται πολύ μελάνι

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.