σουπιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σουπιά οι σουπιές
      γενική της σουπιάς των σουπιών
    αιτιατική τη σουπιά τις σουπιές
     κλητική σουπιά σουπιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουπιά < αρχαία ελληνική σηπία

Προφορά

ΔΦΑ : /suˈpça/
μια σουπιά
Σουπιές με καρότα και μανιτάρια.

Ουσιαστικό

σουπιά θηλυκό

  1. θαλάσσιο εδώδιμο μαλάκιο που ανήκει στα κεφαλόποδα (στην τάξη των δεκάποδων) και εκτοξεύει μελάνι όταν βρίσκεται σε κίνδυνο
  2. (συνεκδοχικά) φαγητό με βάση το κρέας αυτού του μαλάκιου
  3. (μεταφορικά) ύπουλος άνθρωπος
    μην τον βλέπεις που παριστάνει τον αγαθό, είναι μια σουπιά αυτός ...

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.