μηκώνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μηκώνιο | τα | μηκώνια |
| γενική | του | μηκώνιου & μηκωνίου |
των | μηκώνιων & μηκωνίων |
| αιτιατική | το | μηκώνιο | τα | μηκώνια |
| κλητική | μηκώνιο | μηκώνια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηκώνιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μηκώνιον < μήκων (θηλυκό -ή και αρσενικό η παπαρούνα) + ιο
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈko.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐κώ‐νι‐ο
Ουσιαστικό
μηκώνιο ουδέτερο
Συγγενικά
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.