τέζα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τέζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tesa < teso < λατινική tensus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος tendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τείνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈte.za/

Επίρρημα

τέζα

  1. τεντωμένος, τσιτωμένος
  2. (μεταφορικά) (οικείο) ακίνητος, ξαπλωμένος
  3. (μεταφορικά) (οικείο) νεκρός, πεθαμένος
  4. (μεταφορικά) (οικείο) μεθυσμένος
  5. (μεταφορικά) (οικείο) γεμισμένος
     συνώνυμα: τίγκα

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.