τέζα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τέζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tesa < teso < λατινική tensus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος tendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τείνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈte.za/
Επίρρημα
τέζα
Συγγενικά
Εκφράσεις
- έμεινα τέζα → δείτε την έκφραση: τα κακάρωσα
Μεταφράσεις
τέζα
|
→ δείτε τις λέξεις νεκρός και μεθυσμένος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.