αναμένω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναμένω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναμένω[1] < ἀνά (ανα-) + μένω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naˈme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναμένω
ομόηχο: αναμμένο

Ρήμα

αναμένω, πρτ.: ανέμενα, αόρ.: ανέμεινα, παθ.φωνή: αναμένομαι (ελλειπτικό ρήμα)

  1. περιμένω κάποιον ή κάτι, περιμένω ότι θα συμβεί κάτι
    Αναμένουμε σπουδείες εξελίξεις.
    Οι Ιουδαίοι ανέμεναν τον ερχομό του Μεσσία
  2. (παθητική φωνή, γ' πρόσωπο)  δείτε τη λέξη αναμένεται

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη μένω

Κλίση

  • Και λόγια προστακτική αναμείνατε στη φράση αναμείνατε στο ακουστικό σας
  • Προσωπικό και απρόσωπο ρήμα (στο τρίτο παθητικό πρόσωπο ενικού: αναμένεται)
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. αναμένομαι αναμενόμουν(α) θα αναμένομαι να αναμένομαι αναμενόμενος
β' ενικ. αναμένεσαι αναμενόσουν(α) θα αναμένεσαι να αναμένεσαι
γ' ενικ. αναμένεται αναμενόταν(ε) θα αναμένεται να αναμένεται
α' πληθ. αναμενόμαστε αναμενόμαστε
αναμενόμασταν
θα αναμενόμαστε να αναμενόμαστε
β' πληθ. αναμένεστε αναμενόσαστε
αναμενόσασταν
θα αναμένεστε να αναμένεστε αναμένεστε
γ' πληθ. αναμένονται αναμένονταν
αναμενόντουσαν
θα αναμένονται να αναμένονται

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.