προσμένω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσμένω < αρχαία ελληνική προσμένω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- απρόσμενα
- απρόσμενο
- απρόσμενος
- απροσμόνετος
- προσμονή
- → δείτε τις λέξεις προς και μένω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
προσμένω
- μένω σε κάποια κατάσταση, παραμένω, υπομένω
- εμμένω, επιμένω, αφοσιώνομαι σταθερά
- (μεταφορικά) πρόκειται να ακολουθήσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.