προάγομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προάγομαι < παθητική φωνή του ρήματος προάγω

Ρήμα

προάγομαι, πρτ.: προαγόμουν, στ.μέλλ.: θα προαχθώ, αόρ.: προάχθηκα και (καθ.) προήχθην, μτχ.π.π.: προηγμένος, μτχ. αορ.: προαχθείς

  1. τοποθετούμαι σε ανώτερη επαγγελματική θέση με υψηλότερες αποδοχές· παίρνω προαγωγή
  2. βελτιώνομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.