προάγομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προάγομαι < παθητική φωνή του ρήματος προάγω
Ρήμα
προάγομαι, πρτ.: προαγόμουν, στ.μέλλ.: θα προαχθώ, αόρ.: προάχθηκα και (καθ.) προήχθην, μτχ.π.π.: προηγμένος, μτχ. αορ.: προαχθείς
- τοποθετούμαι σε ανώτερη επαγγελματική θέση με υψηλότερες αποδοχές· παίρνω προαγωγή
- βελτιώνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.