fail
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | fail |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | fails |
| αόριστος | failed |
| παθητική μετοχή | failed |
| ενεργητική μετοχή | failing |
Ρήμα
fail (en)
- αποτυγχάνω (σε κάποια προσπάθεια)
- αποτυγχάνω (σε μάθημα), μένω
- (μεταβατικό) κόβω, απορρίπτω, δίνω απορριπτικό βαθμό σε μαθητή
- (αμετάβατο) παραλείπω, δεν κάνω κάτι
- (για μηχανήματα) χαλάω, παύω να λειτουργώ σωστά
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.