*men-

Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα (ine-pro)

ανασυντεθειμένοι τύποι
ανασυντεθειμένοι τύποι
(επ)ανασυντεθειμένος υποθετικός τύπος πρωτογλώσσας
όπως προκύπτει από την έως τώρα έρευνα της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας
- μπροστά από τον τύπο σημειώνεται πάντα ένας αστερίσκος -
 

Ρίζα

*men- (πολύσημη ρίζα)

  1. σκέφτομαι, σκέψη, πνευματική δραστηριότητα
  2. μένω, παραμένω
  • Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-
  • Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, σκέφτομαι
  • Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, σκέφτομαι (αρχαία ελληνικά) όπως  δείτε μνῆμα, μνημεῖον, μνήμων, μνάομαι και μιμνήσκω
  • Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, μένω
  • Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, μένω (αρχαία ελληνικά) όπως  δείτε μένω, περιμένω και μίμνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.