λούκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λούκι | τα | λούκια |
| γενική | του | λουκιού | των | λουκιών |
| αιτιατική | το | λούκι | τα | λούκια |
| κλητική | λούκι | λούκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σπασμένο λούκι
Ετυμολογία
- λούκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική اولق (oluk, υδρορροή) + -ι (τουρκική oluk) με αποβολή του αρχικού φωνήεντος από συμπροφορά με το άρθρο και ανασυλλαβισμό: [to-olu > tolu > to-lu][1] < πρωτοτουρκική *oluk
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈlu.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λού‐κι
Ουσιαστικό
λούκι ουδέτερο
Αναφορές
- λούκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.