πτύχωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτύχωση οι πτυχώσεις
      γενική της πτύχωσης* των πτυχώσεων
    αιτιατική την πτύχωση τις πτυχώσεις
     κλητική πτύχωση πτυχώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πτυχώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτύχωση < πτυχώνω + -ση

Ουσιαστικό

πτύχωση θηλυκό

  1. πτυχή
  2. μικρή πτυχή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.