απορροή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απορροή οι απορροές
      γενική της απορροής των απορροών
    αιτιατική την απορροή τις απορροές
     κλητική απορροή απορροές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απορροή < αρχαία ελληνική ἀπορροή < ἀπορρέω (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική écoulement)

Ουσιαστικό

απορροή θηλυκό

  1. το να απορρέει κάτι, να ρέει προς τα έξω
     συνώνυμα: εκροή
     αντώνυμα: εισροή
  2. (σπάνιο) απόρροια
  3. (γεωλογία) η προς τα κάτω κίνηση των υδάτων μέσα στο έδαφος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.