φαφλατάς

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: sarri.greek (συζήτηση) 18:30, 4 Αυγούστου 2019 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαφλατάς οι φαφλατάδες
      γενική του φαφλατά των φαφλατάδων
    αιτιατική τον φαφλατά τους φαφλατάδες
     κλητική φαφλατά φαφλατάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαφλατάς < από το θρακοφρυγικό φύλο των Παφλαγόνων της Μ. Ασίας, επειδή θεωρούντο από τους υπόλοιπους αρχαίους Έλληνες φλύαροι ή ηχομιμητικό από τον ήχο της φλυαρίας.

Ουσιαστικό

φαφλατάς αρσενικό

  1. που μιλάει πολύ (και κουράζει τους άλλους), ο πολυλογάς, ο παρλαπίπας, ο παπαρδέλας, ο στωμύλος
  2. που κομπάζει, που είναι εύκολος στα λόγια και δύσκολος στα έργα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.