διαλεχτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαλεχτός | η | διαλεχτή | το | διαλεχτό |
| γενική | του | διαλεχτού | της | διαλεχτής | του | διαλεχτού |
| αιτιατική | τον | διαλεχτό | τη | διαλεχτή | το | διαλεχτό |
| κλητική | διαλεχτέ | διαλεχτή | διαλεχτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαλεχτοί | οι | διαλεχτές | τα | διαλεχτά |
| γενική | των | διαλεχτών | των | διαλεχτών | των | διαλεχτών |
| αιτιατική | τους | διαλεχτούς | τις | διαλεχτές | τα | διαλεχτά |
| κλητική | διαλεχτοί | διαλεχτές | διαλεχτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαλεχτός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
διαλεχτός, -ή, -ό
- που ξεχωρίζει για την ποιότητά του, τα θετικά χαρακτηριστικά του, εκλεκτός
- επιλεγμένος, διαλεγμένος συνειδητά
Μεταφράσεις
διαλεχτός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.