κατάλευκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάλευκος η κατάλευκη το κατάλευκο
      γενική του κατάλευκου της κατάλευκης του κατάλευκου
    αιτιατική τον κατάλευκο την κατάλευκη το κατάλευκο
     κλητική κατάλευκε κατάλευκη κατάλευκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάλευκοι οι κατάλευκες τα κατάλευκα
      γενική των κατάλευκων των κατάλευκων των κατάλευκων
    αιτιατική τους κατάλευκους τις κατάλευκες τα κατάλευκα
     κλητική κατάλευκοι κατάλευκες κατάλευκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατάλευκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατάλευκος. Αναλύεται σε κατά- + λευκός.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈta.lef.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατάλευκος

Επίθετο

κατάλευκος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.