ψηφοδέλτιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψηφοδέλτιο | τα | ψηφοδέλτια |
| γενική | του | ψηφοδελτίου & ψηφοδέλτιου |
των | ψηφοδελτίων |
| αιτιατική | το | ψηφοδέλτιο | τα | ψηφοδέλτια |
| κλητική | ψηφοδέλτιο | ψηφοδέλτια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψηφοδέλτιο ουδέτερο
- φύλλο χαρτιού που χρησιμοποιείται σε μια εκλογή και πάνω στο οποίο έχουν προεκτυπωθεί το όνομα και το σύμβολο ενός συνδυασμού και τα ονόματα των υποψηφίων που περιλαμβάνονται σε αυτόν ή το όνομα ενός μεμονωμένου υποψηφίου ή όλα τα ονόματα των υποψηφίων, αν δεν κατεβαίνουν καθόλου συνδυασμοί· ο ψηφοφόρος δηλώνει με ένα σταυρό την προτίμησή του σε συγκεκριμένο υποψήφιο· με το λευκό ψηφοδέλτιο ο ψηφοφόρος δηλώνει ότι δεν προτιμά κανέναν συνδυασμό ή μεμονωμένο υποψήφιο
Μεταφράσεις
ψηφοδέλτιο
Αναφορές
- σελ. 1137, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.