λαϊκισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαϊκισμός οι λαϊκισμοί
      γενική του λαϊκισμού των λαϊκισμών
    αιτιατική τον λαϊκισμό τους λαϊκισμούς
     κλητική λαϊκισμέ λαϊκισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαϊκισμός < λαϊκ(ός) + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική populism) [1]

Ουσιαστικό

λαϊκισμός αρσενικό

  1. (πολιτική) σύστημα ιδεών και πολιτικών πρακτικών που θεωρεί πως ο λαός είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης από μικρές προνομιούχες ομάδες (ελίτ) και προτείνει διεκδικητικούς αγώνες για την ανατροπή αυτής της κατάστασης και την επανάκτηση των λαϊκών δικαιωμάτων
  2. (μειωτικό) πολιτική ιδεολογία και πρακτική που επικαλείται τα συμφέροντα των απλών ανθρώπων και χρησιμοποιεί την κολακεία του λαού, ώστε να τον παρασύρει σε επιλογές που φαίνονται να είναι υπέρ του, ενώ στην πραγματικότητα είναι εναντίον του

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.