λαϊκότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαϊκότητα οι λαϊκότητες
      γενική της λαϊκότητας των λαϊκοτήτων
    αιτιατική τη λαϊκότητα τις λαϊκότητες
     κλητική λαϊκότητα λαϊκότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαϊκότητα < (καθαρεύουσα) λαϊκότης, από την αιτιατική σε -ότητα < λαϊκός < λαός

Προφορά

ΔΦΑ : /la.iˈko.it.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαϊκότητα

Ουσιαστικό

λαϊκότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του λαϊκού, του προερχόμενου από τον λαό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.