laïcité
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
laïcité (fr) θηλυκό
- ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, όπου το Κράτος δεν ασκεί καμία θρησκευτική εξουσία πάνω στην Εκκλησία και οι Εκκλησίες δεν έχουν καμία πολιτική εξουσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.