δημαγωγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημαγωγία οι δημαγωγίες
      γενική της δημαγωγίας των δημαγωγιών
    αιτιατική τη δημαγωγία τις δημαγωγίες
     κλητική δημαγωγία δημαγωγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δημαγωγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημαγωγία < δημαγωγός < δῆμος + ἄγω

Ουσιαστικό

δημαγωγία θηλυκό

  • η πολιτική ρητορεία που αποσκοπεί στο να παρασύρει το λαό στοχεύοντας περισσότερο στο συναίσθημα παρά στη λογική

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δημαγωγί αἱ δημαγωγίαι
      γενική τῆς δημαγωγίᾱς τῶν δημαγωγιῶν
      δοτική τῇ δημαγωγί ταῖς δημαγωγίαις
    αιτιατική τὴν δημαγωγίᾱν τὰς δημαγωγίᾱς
     κλητική ! δημαγωγί δημαγωγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δημαγωγί
γεν-δοτ τοῖν  δημαγωγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δημαγωγία < δημαγωγ(ός) + -ία < δῆμος + ἄγω

Ουσιαστικό

δημαγωγία θηλυκό

  • ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.