κολακεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολακεία οι κολακείες
      γενική της κολακείας των κολακειών
    αιτιατική την κολακεία τις κολακείες
     κλητική κολακεία κολακείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολακεία < αρχαία ελληνική κολακεία < κολακεύω < κόλαξ

Ουσιαστικό

κολακεία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.