λαϊκίστικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαϊκίστικος η λαϊκίστικη το λαϊκίστικο
      γενική του λαϊκίστικου της λαϊκίστικης του λαϊκίστικου
    αιτιατική τον λαϊκίστικο τη λαϊκίστικη το λαϊκίστικο
     κλητική λαϊκίστικε λαϊκίστικη λαϊκίστικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαϊκίστικοι οι λαϊκίστικες τα λαϊκίστικα
      γενική των λαϊκίστικων των λαϊκίστικων των λαϊκίστικων
    αιτιατική τους λαϊκίστικους τις λαϊκίστικες τα λαϊκίστικα
     κλητική λαϊκίστικοι λαϊκίστικες λαϊκίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λαϊκίστικος < λαϊκ(ιστικός) + -ίστικος [1]

Επίθετο

λαϊκίστικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.