συμφέρων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμφέρων
& συμφέροντας
η συμφέρουσα το συμφέρον
      γενική του συμφέροντος
& συμφέροντα
της συμφέρουσας
& συμφερούσης*
του συμφέροντος
    αιτιατική τον συμφέροντα τη συμφέρουσα το συμφέρον
     κλητική συμφέρων
& συμφέροντα
συμφέρουσα συμφέρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμφέροντες οι συμφέρουσες τα συμφέροντα
      γενική των συμφερόντων των συμφερουσών των συμφερόντων
    αιτιατική τους συμφέροντες τις συμφέρουσες τα συμφέροντα
     κλητική συμφέροντες συμφέρουσες συμφέροντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμφέρων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμφέρων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συμφέρω

Μετοχή

συμφέρων, -ουσα, -ον

  • που συμφέρει οικονομικά, ηθικά, πρακτικά
    Οι όροι δεν ήταν συμφέροντες για την Ελλάδα και τελικά η συμφωνία ναυάγησε
    Βρήκαμε την πρόταση συμφέρουσα αλλά δεν το δείξαμε για να διαπραγματευθούμε κι άλλο

  • συμφέροντας (με νεότερες καταλήξεις)

Αντώνυμα

Εκφράσεις

  • τα καλά και τα συμφέροντα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.