λήμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λήμμα | τα | λήμματα |
| γενική | του | λήμματος | των | λημμάτων |
| αιτιατική | το | λήμμα | τα | λήμματα |
| κλητική | λήμμα | λήμματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λήμμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λῆμμα (θέμα επιγράμματος), αρχαία σημασία: επιχείρημα, αρχική σημασία: οτιδήποτε λαμβάνεται [1] → δείτε τη λέξη λαμβάνω
- λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική lemma [2]
Ουσιαστικό
λήμμα ουδέτερο
- (λεξικογραφία) καταχώρηση, άρθρο που υπάρχει αλφαβητικά καταχωρισμένο σε ένα λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια
- ↪ Εκείνο το λεξικό έχει πάνω από 80.000 λήμματα.
- (λογική) πρόταση που θεωρείται αληθής και χρησιμοποιείται σε ένα συλλογισμό για να αποδειχθεί η αλήθεια ενός συμπεράσματος
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
λημμ-
λημμ-
- αλημματολόγητος
- αλημματογράφητος
- ανάλημμα
- αναλημματικός
- δίλημμα
- διλημματικός
- λημματάκι
- λημματογραφημένος
- λημματογράφηση
- λημματογραφία
- λημματογραφικός
- λημματογράφος
- λημματογραφώ, λημματογραφούμαι
- λημματολόγηση
- λημματολόγιο
- λημματολογώ, λημματολογούμαι
- λημματοποίηση
- λημματοποιημένος
- λημματοποιώ, λημματοποιούμαι
- πολύλημμα
- υπολήμμα
- ψευδοδίλημμα
- ψευτοδίλημμα
→ και δείτε τις λέξεις ειλημμένος και λαμβάνω
-
λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
λήμμα λεξικού
Αναφορές
- λήμμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.