αλημματογράφητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλημματογράφητος | η | αλημματογράφητη | το | αλημματογράφητο |
| γενική | του | αλημματογράφητου | της | αλημματογράφητης | του | αλημματογράφητου |
| αιτιατική | τον | αλημματογράφητο | την | αλημματογράφητη | το | αλημματογράφητο |
| κλητική | αλημματογράφητε | αλημματογράφητη | αλημματογράφητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλημματογράφητοι | οι | αλημματογράφητες | τα | αλημματογράφητα |
| γενική | των | αλημματογράφητων | των | αλημματογράφητων | των | αλημματογράφητων |
| αιτιατική | τους | αλημματογράφητους | τις | αλημματογράφητες | τα | αλημματογράφητα |
| κλητική | αλημματογράφητοι | αλημματογράφητες | αλημματογράφητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλημματογράφητος < α- + λημματογραφώ + -τος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αλημματογράφητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.