λῆμμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λῆμμᾰ τὰ λήμμᾰτ
      γενική τοῦ λήμμᾰτος τῶν λημμᾰ́των
      δοτική τῷ λήμμᾰτ τοῖς λήμμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ λῆμμᾰ τὰ λήμμᾰτ
     κλητική ! λῆμμᾰ λήμμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λήμμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  λημμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λῆμμα < λαμβάνω (θέμα: ληβ-) + -μα

Ουσιαστικό

λῆμμα ουδέτερο

  1. οτιδήποτε λαμβάνει κάποιος
  2. εισόδημα
  3. αποδοχές
  4. κέρδος, ωφέλεια
     συνώνυμα:: (λατινικά) lucrum
  5. επιχείρημα, προκείμενη συλλογισμού
  6. (ελληνιστική σημασία) θέμα επιγράμματος

Συγγενικά

  • ἀνάλημμα
  • ἀντιλημματίζω
  • διάλημμα
  • δίλημμα
  • κατάλημμα
  • λημματικός
  • λημμάτιον
  • λημματιστής
  • λημματίζω
  • μονολήμματος
  • παράλημμα
  • περίλημμα
  • πολυλήμματος
  • πρόλημμα
  • πρόσλημμα
  • σύλλημμα
  • ὑπόλημμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.