ανάλημμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάλημμα τα αναλήμματα
      γενική του αναλήμματος των αναλημμάτων
    αιτιατική το ανάλημμα τα αναλήμματα
     κλητική ανάλημμα αναλήμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αναλημματικός τοίχος

Ετυμολογία

ανάλημμα < (ελληνιστική κοινή) ἀνάλημμα < αρχαία ελληνική ἀναλαμβάνω < λαμβάνω

Ουσιαστικό

ανάλημμα ουδέτερο
  1. (αρχιτεκτονική) τοίχος που προστατεύει από τις κατολισθήσεις χωμάτων, υποστήριγμα τοίχου, αντέρεισμα, πεζούλα
    για την κατασκευή των πλευρικών τμημάτων (αναλήμματα) χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν βοηθητικές υποκατασκευές ώστε να καλύψουν την κλίση του εδάφους. Τμήματα της θεμελίωσης των αναλημμάτων είναι ορατά στις μέρες μας
  2. (παρωχημένο) κάθε τι που υποστηρίζει, όπως π.χ. ο επίδεσμος ή η ταινία που συγκρατεί κάπως ψηλά ένα τραυματισμένο χέρι ή ένα χέρι σε νάρθηκα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.