ανάλημμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανάλημμα | τα | αναλήμματα |
| γενική | του | αναλήμματος | των | αναλημμάτων |
| αιτιατική | το | ανάλημμα | τα | αναλήμματα |
| κλητική | ανάλημμα | αναλήμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αναλημματικός τοίχος
Ετυμολογία
- ανάλημμα < (ελληνιστική κοινή) ἀνάλημμα < αρχαία ελληνική ἀναλαμβάνω < λαμβάνω
Ουσιαστικό
- ανάλημμα ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) τοίχος που προστατεύει από τις κατολισθήσεις χωμάτων, υποστήριγμα τοίχου, αντέρεισμα, πεζούλα
- για την κατασκευή των πλευρικών τμημάτων (αναλήμματα) χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν βοηθητικές υποκατασκευές ώστε να καλύψουν την κλίση του εδάφους. Τμήματα της θεμελίωσης των αναλημμάτων είναι ορατά στις μέρες μας
- (παρωχημένο) κάθε τι που υποστηρίζει, όπως π.χ. ο επίδεσμος ή η ταινία που συγκρατεί κάπως ψηλά ένα τραυματισμένο χέρι ή ένα χέρι σε νάρθηκα
Συγγενικά
- αναλημματικός
- → δείτε τις λέξεις ανά και λαμβάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.