ειλημμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ειλημμένος | η | ειλημμένη | το | ειλημμένο |
| γενική | του | ειλημμένου | της | ειλημμένης | του | ειλημμένου |
| αιτιατική | τον | ειλημμένο | την | ειλημμένη | το | ειλημμένο |
| κλητική | ειλημμένε | ειλημμένη | ειλημμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ειλημμένοι | οι | ειλημμένες | τα | ειλημμένα |
| γενική | των | ειλημμένων | των | ειλημμένων | των | ειλημμένων |
| αιτιατική | τους | ειλημμένους | τις | ειλημμένες | τα | ειλημμένα |
| κλητική | ειλημμένοι | ειλημμένες | ειλημμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ειλημμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαμβάνω, λαμβάνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.