λημματογραφημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λημματογραφημένος | η | λημματογραφημένη | το | λημματογραφημένο |
| γενική | του | λημματογραφημένου | της | λημματογραφημένης | του | λημματογραφημένου |
| αιτιατική | τον | λημματογραφημένο | τη | λημματογραφημένη | το | λημματογραφημένο |
| κλητική | λημματογραφημένε | λημματογραφημένη | λημματογραφημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λημματογραφημένοι | οι | λημματογραφημένες | τα | λημματογραφημένα |
| γενική | των | λημματογραφημένων | των | λημματογραφημένων | των | λημματογραφημένων |
| αιτιατική | τους | λημματογραφημένους | τις | λημματογραφημένες | τα | λημματογραφημένα |
| κλητική | λημματογραφημένοι | λημματογραφημένες | λημματογραφημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λημματογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λημματογραφώ
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
λημματογραφημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.