lemma

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

lemma (en)

  1. το λήμμα, η κύρια μορφή μιας λέξης που τίθεται ως τίτλος μιας καταχώρισης σε λεξικό
  2. (λογική) το λήμμα

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

lemma < λατινική lemma < αρχαία ελληνική λῆμμα

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
lemma lemmi

lemma (it)

  1. (μαθηματικά) το λήμμα , η απόδειξη ενός θεωρήματος
  2. (γλωσσολογία) λέξη ή φράση



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

lemma < αρχαία ελληνική λῆμμα

Ουσιαστικό

lemma (la)

  1. μαθηματικά : το λήμμα , η απόδειξη ενός θεωρήματος
  2. γλωσσολογία : λέξη ή φράση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.