κυλίνδρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυλίνδρωση οι κυλινδρώσεις
      γενική της κυλίνδρωσης* των κυλινδρώσεων
    αιτιατική την κυλίνδρωση τις κυλινδρώσεις
     κλητική κυλίνδρωση κυλινδρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυλινδρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυλίνδρωση < κυλινδρώνω + -ση

Ουσιαστικό

κυλίνδρωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.