scroll
Αγγλικά (en)

Η ανάγνωσή ενός αρχαίου χειρογράφου σε κύλινδρο (scroll) γινόταν με το τύλιγμα και το ξετύλιγμά του από τον ένα κύλινδρο στον άλλο. Μοιάζει με την σημερινή ανάγνωση μακροσκελούς εγγράφου στην οθόνη υπολογιστή
Προφορά
- ΔΦΑ : /skɹoʊl/
Ουσιαστικό
scroll (en)
Ρήμα
scroll (en)
Σύνθετα
- scrollbar
- scrolling
-
Scroll (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια

- Scrolls, εικόνες στα Wikimedia Commons
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.