scroll

Αγγλικά (en)

Η ανάγνωσή ενός αρχαίου χειρογράφου σε κύλινδρο (scroll) γινόταν με το τύλιγμα και το ξετύλιγμά του από τον ένα κύλινδρο στον άλλο. Μοιάζει με την σημερινή ανάγνωση μακροσκελούς εγγράφου στην οθόνη υπολογιστή

Προφορά

ΔΦΑ : /skɹoʊl/

Ουσιαστικό

scroll (en)

  1. κύλινδρος χειρογράφου από πάπυρο ή περγαμηνή που (αρχαία ελληνική: κεφαλίς)
     συνώνυμα: roll
  2. διακοσμητικό σπείρωμα
  3. (πληροφορική) κύλιση, η μετακίνηση κειμένου ή γραφικών, οριζόντια ή κάθετα στην οθόνη του υπολογιστή

Ρήμα

scroll (en)

  1. τυλίγω σε κύλινδρο
     συνώνυμα: roll
  2. (πληροφορική) κυλώ, κυλίω, κυλάω, μετακινώ προς τα πάνω ή προς τα κάτω μια σελίδα στην οθόνη του υπολογιστή για να δω ένα επόμενο τμήμα του περιεχομένου της
     δείτε τη λέξη  (πλήκτρο) Scroll Lock

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.