κυλινδρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κυλινδρισμός | οι | κυλινδρισμοί |
| γενική | του | κυλινδρισμού | των | κυλινδρισμών |
| αιτιατική | τον | κυλινδρισμό | τους | κυλινδρισμούς |
| κλητική | κυλινδρισμέ | κυλινδρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κυλινδρισμός
|
- κυλινδρισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.