κυλινδρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυλινδρισμός οι κυλινδρισμοί
      γενική του κυλινδρισμού των κυλινδρισμών
    αιτιατική τον κυλινδρισμό τους κυλινδρισμούς
     κλητική κυλινδρισμέ κυλινδρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυλινδρισμός < κύλινδρος + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cylindrée[1])

Ουσιαστικό

κυλινδρισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.