κυλινδρόμυλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κυλινδρόμυλος | οι | κυλινδρόμυλοι |
| γενική | του | κυλινδρόμυλου | των | κυλινδρόμυλων |
| αιτιατική | τον | κυλινδρόμυλο | τους | κυλινδρόμυλους |
| κλητική | κυλινδρόμυλε | κυλινδρόμυλοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- ηλεκτρόμυλος
Μεταφράσεις
κυλινδρόμυλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.