κυλινδρόμυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυλινδρόμυλος οι κυλινδρόμυλοι
      γενική του κυλινδρόμυλου των κυλινδρόμυλων
    αιτιατική τον κυλινδρόμυλο τους κυλινδρόμυλους
     κλητική κυλινδρόμυλε κυλινδρόμυλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυλινδρόμυλος < κύλινδρος + μύλος

Ουσιαστικό

κυλινδρόμυλος αρσενικό

Συνώνυμα

  • ηλεκτρόμυλος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.