fille

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

fille < λατινική filia

Προφορά

ΔΦΑ : /fij/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
fille filles

fille (fr) θηλυκό

  1. η κόρη, το κορίτσι
  2. η κόρη, η θυγατέρα
  3. που κατάγεται από
  4. η τύπισσα

Αντώνυμα

Υπερώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

  • fille-mère
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.