θυγατέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θυγατέρα οι θυγατέρες
      γενική της θυγατέρας των θυγατέρων
    αιτιατική τη θυγατέρα τις θυγατέρες
     κλητική θυγατέρα θυγατέρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θυγατέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θυγατέρα < αρχαία ελληνική θυγάτηρ από την αιτιατική «τήν θυγατέρα»[1] < πρωτοελληνική *tʰúgatēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰugh₂tḗr

Προφορά

ΔΦΑ : /θi.ɣaˈte.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θυγατέρα

Ουσιαστικό

θυγατέρα θηλυκό

  1. (οικογένεια) θηλυκό παιδί σε σχέση με τους γονείς του
      Κυρά μ', τὴ θυγατέρα σου, κυρά μ', τὴν ἀκριβή σου. (Δημοτικό τραγούδι, στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Ὁ Ἀμερικάνος (1891))
  2. (μεταφορικά) κάτι που έχει προκύψει άμεσα από κάτι άλλο
      Η νεοελληνική γλώσσα είναι θυγατέρα της αρχαιότερης ελληνικής. (Θ. Παπαγγελής, Η Ρώμη και ο κόσμος της, Θεσσαλονίκη 2005)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • κατά μάνα και πατέρα, κατά γιο και θυγατέρα: τα παιδιά ακολουθούν τις συνήθειες, τους τρόπους και την συμπεριφορά των γονέων τους
  • κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

θυγατέρα < θυγάτηρ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θυγάτηρ από την αιτιατική «τήν θυγατέρα» <

Ουσιαστικό

θυγατέρα θηλυκό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

θυγατέρα θηλυκό

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

θυγατέρα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.