ψυχοκόρη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχοκόρα οι ψυχοκόρες
      γενική της ψυχοκόρας
    αιτιατική την ψυχοκόρα τις ψυχοκόρες
     κλητική ψυχοκόρα ψυχοκόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχοκόρη < ψυχο- + κόρη

Προφορά

ΔΦΑ : /psi.xoˈko.ɾi/

Ουσιαστικό

ψυχοκόρη θηλυκό

  1. η θετή, υιοθετημένη κόρη
     συνώνυμα: αναθρεφτή
  2. το ψυχοπαίδι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.