filia

Ιντερλίνγκουα (ia)

Ουσιαστικό

filia (ia)

Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

filia (la)

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική filia filiae
γενική filiae filiārum
δοτική filiae filiīs
αιτιατική filiam filiās
κλητική filia filiae
αφαιρετική filiā filiīs
(α' κλίση)
Η δοτική και η αφαιρετική πληθυντικού και filiabus,
όταν είναι ανάγκη να γίνει διάκριση
από τις αντίστοιχες πτώσεις του αρσενικού

Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfʲilʲja/

Ουσιαστικό

filia (pl) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.