κυοφορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυοφορία | οι | κυοφορίες |
| γενική | της | κυοφορίας | των | κυοφοριών |
| αιτιατική | την | κυοφορία | τις | κυοφορίες |
| κλητική | κυοφορία | κυοφορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυοφορία < (ελληνιστική κοινή) κυοφορία < κυοφόρος < κύω + φέρω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική gestation)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.o.foˈɾi.a/
Ουσιαστικό
κυοφορία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.