gestation

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

gestation (en)

  1. η κυοφορία, η κύηση (η περίοδος από τη σύλληψη μέχρι τη γέννα, ή η εξέλιξη του εμβρύου κατά την περίοδο αυτή)
  2. (μεταφορικά) η κυοφορία (ιδέας, σχεδίου κλπ.)


Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
gestation gestations

Ουσιαστικό

gestation (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.