κυοφορώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κυοφορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυοφορῶ, συνηρημένος τύπος του κυοφορέω ( δείτε  κύος < κύω + -φορώ (φέρω)[1]  δείτε τις λέξεις κυοφορέω και grc

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.o.foˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυοφορώ

Ρήμα

κυοφορώ, αόρ.: κυοφόρησα, παθ.φωνή: κυοφορούμαι, μτχ.π.ε.: κυοφορούμενος, π.αόρ.: κυοφορήθηκα, μτχ.π.π.: κυοφορημένος[2]

  1. φέρω στη μήτρα μου έμβρυο, είμαι έγκυος (για γυναίκες και θηλυκά ζώα)
    Η γυναίκα κυοφορεί κατά την αναπαραγωγική ηλικία.
  2. (μεταφορικά) θα δημιουργήσω κάτι σημαντικό, θετικό ή αρνητικό, όπου νά' ναι θα γεννηθεί κάτι καινούργιο
    Κυοφορείται νέο κόμμα.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. και κυοφορημένος - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.