κρατούμενος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρατούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρατούμενος, μετοχή ενεστώτα μεσοπαθητικής φωνής του συνηρημένου κρατῶ (κρατέω

Μετοχή

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρατούμενος η κρατούμενη το κρατούμενο
      γενική του κρατούμενου της κρατούμενης του κρατούμενου
    αιτιατική τον κρατούμενο την κρατούμενη το κρατούμενο
     κλητική κρατούμενε κρατούμενη κρατούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρατούμενοι οι κρατούμενες τα κρατούμενα
      γενική των κρατούμενων των κρατούμενων των κρατούμενων
    αιτιατική τους κρατούμενους τις κρατούμενες τα κρατούμενα
     κλητική κρατούμενοι κρατούμενες κρατούμενα
Συγκρίνετε με την κλίση των ουσιαστικοποιημένων.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κρατούμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

Συγγενικά

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρατούμενος οι κρατούμενοι
      γενική του κρατούμενου
& κρατουμένου
των κρατούμενων
& κρατουμένων
    αιτιατική τον κρατούμενο τους κρατούμενους
& κρατουμένους
     κλητική κρατούμενε κρατούμενοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συγκρίνετε με τη κλίσης της μετοχής κρατούμενος.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κρατούμενος αρσενικό (θηλυκό κρατούμενη ή λογιότερο, παρωχημένο: κρατουμένη)

  1. αυτός που κρατείται από τις αστυνομικές αρχές
  2. ο φυλακισμένος

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Μετοχή

κρατούμενος, -η, -ον

  • μετοχή ενεστώτα μεσοπαθητικής φωνής (κρατοῦμαι) του ρήματος κρατῶ συνηρημένου τύπου του κρατέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.