κρατούμενη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρατούμενη | οι | κρατούμενες |
| γενική | της | κρατούμενης | των | κρατούμενων |
| αιτιατική | την | κρατούμενη | τις | κρατούμενες |
| κλητική | κρατούμενη | κρατούμενες | ||
| Συγκρίνετε την κλίση του ουσιαστικοποιημένου κρατουμένη με την κλίση της μετοχής στο κρατούμενος. | ||||
| Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρατούμενη < κρατούμεν(ος) + -η
Κλιτικός τύπος μετοχής
κρατούμενη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κρατούμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.