κρατούμενο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρατούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κρατούμενος

Ουσιαστικό

κρατούμενο ουδέτερο

  1. (αριθμητική) κατά την πρόσθεση με πρακτικό τρόπο, ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις δεκάδες του αθροίσματος των ψηφίων μίας στήλης, ο οποίος μεταφέρεται στην αμέσως επόμενη, μεγαλύτερη στήλη σαν αριθμός μονάδων

Εκφράσεις

  • ένα το κρατούμενο (δύο τα κρατούμενα κλπ): για να τονίσουμε και να καταχωρίσουμε, στη διάρκεια μιας ανάλυσης κάποιο στοιχείο σαν σημαντικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κρατούμενο αρσενικό

  1. αιτιατική ενικού του κρατούμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.