κρατούμενο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κρατούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κρατούμενος
Ουσιαστικό
κρατούμενο ουδέτερο
- (αριθμητική) κατά την πρόσθεση με πρακτικό τρόπο, ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις δεκάδες του αθροίσματος των ψηφίων μίας στήλης, ο οποίος μεταφέρεται στην αμέσως επόμενη, μεγαλύτερη στήλη σαν αριθμός μονάδων
Εκφράσεις
- ένα το κρατούμενο (δύο τα κρατούμενα κλπ): για να τονίσουμε και να καταχωρίσουμε, στη διάρκεια μιας ανάλυσης κάποιο στοιχείο σαν σημαντικό
Μεταφράσεις
κρατούμενο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.