κόφτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κόφτω < αρχαία ελληνική κόπτω

Ρήμα

κόφτω

Τι με κόφτει εμένα, τι κάνει ο γείτονας;

Εκφράσεις

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.